- μεγαλοημέρευσις
- μεγᾰλο-ημέρευσις, εως, ἡ,A v.l. for μακροημέρευσις, LXX Si.30.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλοημέρευσις — μεγαλοημέρευσις, ἡ (Α) μακροημέρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεγαλοημερεύω] … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek